- πολυφάσματος
- πολυ-φάσμᾰτος, ον,A of many appearances, multiform, Φοίβη Orac. ap. Lyd.Mens.3.10.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφάσματος — of many appearances masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάσματος — ον, Α αυτός που εμφανίζεται με πολλές και διάφορες μορφές, που έχει πολλές όψεις, πολύμορφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + φάσμα, ατος (< φαίνω)] … Dictionary of Greek